-
1 κόκκος
[коккос] ουσ. а. зерно,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κόκκος
-
2 зерно
1. (плод хлебных злаков) о κόκκος, о σπόρος 2. (злаковых сельскохозяйственных растений) τα σπαρτά, τα δημητριακάфуражное - см кормовое -3. (элемент структуры вещества) о πυρήνας, о κόκκος 4. мет. о κόκκος, ο κρυ-σταλλίτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зерно
-
3 доля
-и γεν. πλθ. -ей θ.1. μερίδιο, μερίδα, μέρισμα, μέρος, μερτικό, μοίρα, μοιράδι(ο)•делить на равные -и χωρίζω σε ίσια μέρη•
это имение досталось на -ю αυτό το κτήμα μού 'πέσε στο μερτικό μου•
моя доля наследства το μερίδιο μου από την κληρονομιά•
капика есть сотая доля рубля το καπίκι είναι το ένα εκατοστό του ρουβλιού•
третья, четвртая, гитая доля листа σχήμα φύλλου σε ένα τρίτο, τέταρτο, πέμπτο.
|| δόση, κόκκος•в его словах не было и -и истины στα λόγιατου δεν υπήρχε ούτε κόκκος αλήθειας•
доля здравого смысла κόκκος ορθού λόγου (λογικής σκέψης)•
2. τύχη, μοίρα, ειμαρμένη, ριζικό. || (απλ.) ευτυχία.3. παλ. ρωσικό μέτρο βάρους ίσον προς 44 χιλιοστά του γραμμαρίου.εκφρ.быть в -е – είμαι μέτοχος•войти в -го – μπαίνω μέτοχος, γίνομαι μέτοχος•принять в -ю – παίρνω μέτοχο•на -ю – στο μερίδιο•на мою -ю – στο μερίδιο μου. -
4 крупица
-ы θ.1. σιμιγδαλάκι.2. μικρός κόκκος, σπειράκι.3. ελάχιστη ποσότητα, κόκκος, κουκούτσι•- истины ή правды κόκκος αλήθειας.
-
5 зерно
-
6 зерно
зернос1. ὁ κόκκος / ὁ σπόρος (семя):жемчу́жное \зерно τό μαργαριτάρι·2. собир. τά γεννήματα, ὁ καρπός·3. перен ὁ πυρήνας:\зерно истины ὁ κόκκος ἀληθείας. -
7 крупиика
круп||иикаж1. τό σπειρί, ὁ σπόρος, ὁ κόκκος / τό χαπάκι (лекарства)·2. перен τό κουκούτσι, ὁ κόκκος. -
8 гран
-а α. παλ.φαρμακ. μονάδα βάρους ίση προς 0,062 γρμ.εκφρ.ни -а истины – ούτε κόκκος (ίχνος) αλήθειας•ни -а совести – ούτε κόκκος συνείδησης. -
9 зерно
-а, πλθ. зёрна, зёрн, -рнаουδ.1. κόκκος, σπόρος φυτών, σπέρμα, σπυρί•горчичное зерно σινάπι, σιναπόσπορος•
конопляное зерно κανναβόσπορος•
крупные, мелкие -а μεγάλοι, μικροί κόκκοι•
кофе в -ах καφές άτριφτος•
хлеба ни -а ούτε σπυρί σιτάρι.
2. αθρσ. γέννημα, τα δημητριακά•хлеб в - σιτάρι σε κόκκους ή σπυρί-σιτάρι•
семенное зерно σπόρος σιτοειδής.
3. μόριο, τρίμμα•жемчужные –а κόκκοι μαργαριταριού.
|| μτφ. ελάχιστη δόση, μόριο, σπυρί•ни -а морали нет ούτε κόκκος ήθους δεν υπάρχει.
4. μτφ. βασική αρχή (αφετηρία), πυρήνας•зерно теории πυρήνας της θεωρίας•
рациональное зерно λογικός πυρήνας•
поэтическое зерно ποιητικός πυρήνας.
-
10 гранула
ο κόκκοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гранула
-
11 золотима
ο κόκκος χρυσού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > золотима
-
12 крупинка
ο (μικρός) κόκκος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крупинка
-
13 мелкозернистый
ψιλόκοκκος, μικρό-κοκκος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мелкозернистый
-
14 песчинка
ο κόκκος της άμμου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > песчинка
-
15 градина
градинаж разг ὁ κόκκος χαλάζης. -
16 песчинка
песчинкаж ὁ κόκκος ἄμμου. -
17 пылинка
пылинкаж τό μόριο σκόνης, ὁ κόκκος σκόνης. -
18 зерно
[ζιρνό] ουσ. ο. κόκκος -
19 пылинка
[πυλίνκα] ουσ. θ. κόκκος σκόνης -
20 зерно
[ζιρνό] ουσ ο κόκκος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κόκκος — grain masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκος — grain masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek
Κόκκος, Δημήτριος — (Ανδρίτσαινα 1856 – Αθήνα 1891). Λογοτέχνης. Ανήκε στη γενιά του 1880, που οδήγησε την ελληνική ποίηση πέρα από τον –παρωχημένο τότε– ρομαντισμό των Σούτσων και του Αχιλλέα Παράσχου. Δημοσίευσε ποιήματά του στη σατιρική εφημερίδα του Βλάση… … Dictionary of Greek
Κόκκος, Ιάκωβος — (Βενετία ; – 1453). Ναυτικός. Έδρασε ως πλοίαρχος γαλέρας κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Στις 2 Δεκεμβρίου 1452 κατόρθωσε να διασπάσει με δόλο τον αποκλεισμό του τουρκικού στόλου, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και… … Dictionary of Greek
Κόκκος, Φραγκίσκος — (16ος αι.). Λόγιος. Καταγόταν από τη Νάξο. Μετά τις σπουδές του στο Ελληνικό Κολέγιο του Αγίου Αθανασίου επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου δίδαξε για ορισμένο χρονικό διάστημα. Στη συνέχεια μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και υπηρέτησε στα… … Dictionary of Greek
κόκκος — ο 1.σπυρί, κουκί, σπόρος: Οι κόκκοι σταριού που πέφτουν στο χωράφι δίνουν πολλαπλάσιους καρπούς. 2. κάθε μικρός σφαιροειδής όγκος: Οι κόκκοι της άμμου είναι αμέτρητοι. 3. ελάχιστη ποσότητα: Δεν έχει κόκκο μυαλού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κόκκοι — Κόκκος grain masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκοι — κόκκος grain masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κόκκοις — Κόκκος grain masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόκκοις — κόκκος grain masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)